Ενδοκρινολογία

Η επιστήμη των ενδοκρινών αδένων

Η Ενδοκρινολογία είναι μια ιατρική ειδικότητα που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των ορμονικών επιδράσεων στον οργανισμό και την αντιμετώπιση παθήσεων που προκύπτουν από διαταραχές της έκκρισης και της δράσης των ορμονών καθ'όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής, από την εμβρυϊκή κατάσταση, τη βρεφική και την παιδική ηλικία, την εφηβεία και όλη την ενήλικη ζωή έως το βαθύ γήρας.

Οι αδένες του οργανισμού είναι όργανα τα οποία παράγουν ουσίες οι οποίες δρουν έξω από τον οργανισμό (εξωκρινείς αδένες), ή σε άλλα κύτταρα του οργανισμού μέσω της κυκλοφορίας (ενδοκρινείς αδένες). Ο παλαιότερος ορισμός του ενδοκρινούς αδένα ήταν αυτός ενός οργάνου που παράγει κάποια ή περισσότερες από μία ουσίες (ορμόνες) μέσα στην κυκλοφορία (αίμα) οι οποίες με τη σειρά τους ασκούν κάποιες δράσεις σε κύτταρα ή όργανα-στόχους απομακρυσμένα από τον αδένα αυτόν. Οι παραδοσιακοί λοιπόν ενδοκρινείς αδένες είναι η Υπόφυση, ο Θυρεοειδής, οι Παραθυρεοειδείς, το Πάγκρεας (τμήμα του), τα Επινεφρίδια και οι Γονάδες (όρχεις ή ωοθήκες).

Στους παραπάνω προστίθεται και η Επίφυση (ή Κωνάριο) ως “κανονικός” ενδοκρινής αδένας, αν και κάπως ακαθόριστης δράσης, όπως και ο Υποθάλαμος, ο οποίος είναι τμήμα του εγκεφάλου και αποτελεί ενδοκρινή αδένα ελέγχου της Υποφύσεως.

Η εξέλιξη της μοριακής βιολογίας όμως και της μελέτης των οργανισμών έδειξαν ότι εκτός των κλασσικών ορμονών που παράγονται από τα παραπάνω όργανα υπάρχουν και άλλοι διάφοροι σχηματισμοί που παράγουν ουσίες οι οποίες έχουν δράση σε διπλανά κύτταρα (παρακρινή δράση) ή και στο ίδιο το κύτταρο (αυτοκρινή δράση) με παράδειγμα τον νευρικό ιστό, όπως επίσης και ότι παραδοσιακά αδρανείς ενδοκρινικά ιστοί παράγουν ορμόνες με την κλασσική έννοια του όρου (με κυριότερο παράδειγμα του λιπώδους ιστού, ο οποίος θεωρείται πλέον ο πιο μεγάλος ενδοκρινής αδένας του οργανισμού). Η επέκταση λοιπόν του γνωστικού αντικειμένου της ενδοκρινολογίας είναι τεράστια τα τελευταία χρόνια, κάνοντάς την την πιο ταχέως αναπτυσσόμενη ιατρική κατεύθυνση, τουλάχιστον στο θεωρητικό επίπεδο.